κατάδουλος

κατάδουλος
κατάδουλος, ὁ (Α)
δούλος, σκλάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -δουλος (< δοῦλος), πρβλ. σύν-δουλος, υπό-δουλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • καταδουλώ — καταδουλῶ, όω (AM, Μ και καταδουλώνω) [κατάδουλος] υποδουλώνω, υποτάσσω μσν. 1. πιάνω κάποιον αιχμάλωτο, σκλαβώνω 2. κρατώ ως σκλάβο 3. συγκρατώ 4. (για ερωτικό πάθος) κάνω κάποιον δικό μου, υποχείριό μου αρχ. 1. μτφ. υποδουλώνω τον νου 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”